Με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 565/2016 απόφαση του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ)  κρίθηκαν , μεταξύ άλλων, οι έννομες συνέπειες του καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού.

Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό από το ΣτΕ ότι, σύμφωνα πάντα με τις διατάξεις των νόμων 2344/1940 και 2971/2001,  ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας επάγεται την κήρυξη ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέων τυχόν ιδιωτικών ακινήτων κειμένων εντός των ούτω καθοριζομένων ορίων.

Περαιτέρω, ο καθορισμός αυτός συνεπάγεται παγίως και την επιβολή απαγορεύσεων και περιορισμών στη χρήση και την εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, ακόμα και πριν από τη συντέλεση της οικείας απαλλοτρίωσης που γίνεται με την καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους θιγόμενους ιδιοκτήτες ( ΣτΕ 1949/2014, 2274/2011, 2859/2007).

Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και των άρθρων 1 και 5 του α.ν. 2344/1940 και 2 του ν. 2971/2001, ο αιγιαλός και η παραλία περιλαμβάνονται στα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, η δε διαχείρισή τους αντιδιαστέλλεται από τη διαχείριση  της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου και αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ. σχετικά και την ΣτΕ 1949/2014).

Τέλος , έγινε δεκτό από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ότι, εφόσον για τον καθορισμό ακινήτου ως ευρισκόμενου εντός ζώνης παραλίας εφαρμόζονται οι περί αιγιαλού διατάξεις, η διαφορά που ανακύπτει τη σιωπηρή άρνηση αποχαρακτηρισμού ιδιωτικού  ακινήτου ευρισκόμενου εντός της άνω ζώνης δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας, υπαγόμενης στα διοικητικά δικαστήρια με προσφυγή, αλλά έχει χαρακτήρα ακυρωτικής διαφοράς υπαγόμενης στην αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ ως διαφορά ανακύπτουσα από τη νομοθεσία περί αιγιαλού και παραλίας ( βλ. σχετικά με αυτό και την ΣτΕ 1613/2010).

Για τον  λόγο αυτό,  αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αφορώντος τη δικαιοδοσία του δικάσαντος διοικητικού πρωτοδικείου, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση και εκδίκασε περαιτέρω την υπόθεση ως αίτηση ακυρώσεως, κρίνοντας ότι πρόκειται για ακυρωτική διαφορά, η εκδίκαση της οποίας ανήκει στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου ( βλ. και ΣτΕ 1949/2014, 1008/2009, 274/2004).