Η υπ’ αριθμ. 1242/2016 απόφαση του Ε’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε επί της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Καλαμάτας.

Κρίθηκε, συγκεκριμένα,  ότι η αναθεώρηση και επέκταση του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (εφεξής ΓΠΣ)  κατέστη επιβεβλημένη λόγω της επέκτασης των ορίων του Δήμου Καλαμάτας, με την ένταξη σε αυτόν οικισμών που προηγουμένως περιλαμβάνονταν σε άλλους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

Ως επιπλέον λόγος που επέβαλε την αναθεώρηση κρίθηκε η ανάγκη επανακαθορισμού των υφιστάμενων χρήσεων γης και οριοθέτησης των ζωνών ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, περιλαμβανομένων και των ζωνών γης υψηλής παραγωγικότητας.

Όπως είναι γνωστό και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε περίπτωση που το ΓΠΣ, κατά τη διατύπωση και το όλο περιεχόμενό του, περιέχει για ορισμένους χώρους σαφείς κατευθύνσεις ή συγκεκριμένες δεσμεύσεις, οι οποίες δεν χρειάζονται εξειδίκευση κατά το επόμενο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, οι χώροι αυτοί απαγορεύεται ήδη από την έγκριση του ΓΠΣ να διατεθούν για άλλη χρήση. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η μεταβολή των επιτρεπόμενων χρήσεων γης και των προϊσχυόντων όρων και περιορισμών δόμησης με νεότερο ΓΠΣ, οι νεότερες όμως ρυθμίσεις πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικά πολεοδομικά κριτήρια.

Περαιτέρω, τόσο κατά την έγκριση όσο και κατά την τροποποίηση του ΓΠΣ γίνεται παγίως δεκτό ότι πρέπει να τηρείται ο θεμελιώδης κανόνας της βελτίωσης και διαρκούς ενίσχυσης της προστασίας του υπάρχοντος φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, τροποποίηση του ΓΠΣ, που συνεπάγεται μεταβολή χρήσεων γης, είναι δυνατή μόνον εφόσον συνοδεύεται από λεπτομερή ειδική μελέτη, από την οποία να προκύπτει η αξιολόγηση όλων των κατά νόμο στοιχείων, μεταξύ των οποίων και η επίδραση της νέας πολεοδομικής οργάνωσης στο περιβάλλον.

Η ίδια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας πραγματεύεται, εν γένει, ζητήματα σχετικά με το περιεχόμενο και τους στόχους των ΓΠΣ, καθώς και τα κριτήρια και τις αρχές της πολεοδομικής οργάνωσης των πόλεων και των οικισμών, ενώ αναφορικά με τις εκτός σχεδίου περιοχές γίνεται δεκτό ότι μπορεί μεν να  απαγορεύεται η εξομοίωσή τους με τις εντός σχεδίου πόλεως περιοχές, όμως δεν αποκλείεται η δυνατότητα οικιστικής αξιοποίησής τους, υπό αυστηρότερους όρους και περιορισμούς δόμησης, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να οδηγούν στην εν τοις πράγμασι δημιουργία νέων οικισμών, χωρίς εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο.