Με απόφαση του Περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου, είχε ενταχθεί, ήδη από το 2018, στο Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Νότιο Αιγαίο» , το έργο «∆ιαµόρφωση Λιµένος στις Καµάρες ν. Σίφνου», στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020. Το έργο αυτό, είχε συμπεριληφθεί στον γενικότερο σχεδιασµό της Περιφέρειας, για την περαιτέρω βελτίωση των λιµενικών εγκαταστάσεων, µε στόχο την άρση της αποµόνωσης των νησιών, την αναβάθµιση και τον εκσυγχρονισµό των παρεχόµενων υπηρεσιών προς τους κατοίκους και επισκέπτες, και όπως ήταν αναμενόμενο , έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις.

Ειδικότερα, η υπόθεση του λιμανιού της Σίφνου έχει διχάσει το νησί, με μια μερίδα Σιφναίων, να βλέπει θετικά τις εξελίξεις και να υποστηρίζει τη δρομολογούμενη επέκταση του λιμανιού, ως μέσο οικονομικής και κοινωνικής προόδου και τουριστικής ανάπτυξης, ενώ  μια άλλη μερίδα των κατοίκων αντιτίθεται στο έργο, εκφράζοντας τις ανησυχίες της για τη διατήρηση του αισθητικού χαρακτήρα και του αυθεντικού τοπίου του νησιού. Κατά τη δεύτερη αυτή άποψη , το νέο λιμάνι δεν συνάδει με το χαρακτήρα του νησιού, αφού επρόκειτο να θα οδηγήσει στην «τσιμεντοποίηση» του  οικισμού στις “Καμάρες”. Επιπλέον,  η άφιξη περισσότερων τουριστών, αναμένεται να  αποστερήσει την εικόνα ενός τόπου αναψυχής και να βλάψει τον ήπιο χαρακτήρα του νησιού.

Η διαμόρφωση του νέου λιμανιού, αποτέλεσε εν όψει όλης αυτής της διαμάχης, τον κεντρικό άξονα της  συζήτησης  που πραγματοποιήθηκε προ ολίγων ημερών από τον Σύνδεσμο Σιφναίων. Στη συνάντηση, υποστηρίχθηκαν επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Επί παραδείγματι, ο πρόεδρος του Συνδέσμου, κ. Ζαμπέλης,  μίλησε για το διακύβευμα, εκφράζοντας την ανησυχία του για τον τρόπο με τον οποίο υλοποιούνται, γενικώς, τα δημόσια έργα. Από την άλλη πλευρά,  ο πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου της Σίφνου, κ. Διαμαντής, ανέλαβε να παρουσιάσει τα βασικά στοιχεία του έργου και να υπερασπιστεί τα πλεονεκτήματά του, εστιάζοντας στην εξασφάλιση επαρκούς χώρου για την αναμονή και τη διέλευση των οχημάτων  και στην αποφυγή της ταλαιπωρίας. Η νέα Δήμαρχος του Νησιού, Μαρία Ναδάλη, επιδιώκοντας το συγκερασμό των δύο απόψεων, αναφέρθηκε κυρίως στην ανάγκη δημιουργίας μας σύγχρονης υποδομής με παράλληλη μέριμνα προστασίας του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος.

Τέλος,  η αναπληρώτρια καθηγήτρια, του τμήματος  Αρχιτεκτόνων, του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, Αλκμήνη Πάκα,  εστίασε στη σχέση της φέρουσας ικανότητας του νησιού, με τα έργα για την τουριστική του ανάπτυξη. Σύμφωνα με την ίδια,  το μέγεθος της επέμβασης μαρτυρά και μια προειλημμένη απόφαση, αναφορικά με τον αριθμό των ανθρώπων για τους οποίους θα σχεδιαστεί η υποδομή.

Καταλήγοντας, επισήμανε τους κινδύνους περί μη αναστρέψιμης πραγματικότητας την περίπτωση που το έργο πραγματοποιηθεί , ελλείψει συγκεκριμένης περιβαλλοντικής πολιτικής και προηγούμενου πολεοδομικού σχεδιασμού .

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το βασικό ερώτημα που αναδύθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης ήταν, τελικώς,  κατά πόσο μπορούν οι κάτοικοι ενός νησιού να αποφασίζουν για την τύχη του, όταν δεν είναι σε θέση να περιορίσουν  την «τουριστικοποίησή» του και ειδικά τον αριθμό των διερχομένων σε αυτό.