Η υπ’αριθμ. 1412/2019 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε ύστερα από αίτηση ακυρώσεως κατά της κύρωσης δασικών χαρτών, καθ’ ο μέρος δύο τμήματα ιδιοκτησίας των αιτούντων χαρακτηρίζονται ως έκταση με δασική βλάστηση και ως αναδασωτέα έκταση, και κατά της απόφασης Επιτροπής Αντιρρήσεων, με την οποία απορρίφθηκαν αντιρρήσεις κατά του ως άνω χαρακτηρισμού.

Με την απόφαση αυτή κρίθηκαν προεχόντως  δύο σημαντικά ζητήματα που αφορούν στο παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και κάποια περαιτέρω ζητήματα που συμπληρώνουν την νομολογία αναφορικά με την κύρωση των Δασικών Χαρτών.

Αρχικά κρίθηκε ότι απαραδέκτως προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Αντιρρήσεων καθώς στερείται εκτελεστού χαρακτήρα (ομοίως κρίθηκε με την υπ’αριθμ. ΣτΕ 2404/2019). H μόνη εκτελεστή πράξη στη διαδικασία κύρωσης δασικού χάρτη είναι η δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πράξη κύρωσης του χάρτη, η οποία έπεται της εξέτασης των αντιρρήσεων. Η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως εκκινεί από την δημοσίευση της κυρωτικής πράξης, από την οποία μάλιστα τεκμαίρεται η γνώση του ενδιαφερομένου. Μετά την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως.

Αναφορικά με την έναρξη της  εξηκονθήμερης προθεσμίας, κρίθηκαν ακόμη, τα εξής. Αν κατά τη διάρκεια της εξηκονθήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της πράξης κύρωσης του δασικού χάρτη, κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο η απάντηση της Διοίκησης επί των αντιρρήσεών του, τότε η σχετική δικονομική προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως εκκινεί από την ενέργεια αυτής της κοινοποίησης. Αν ωστόσο, η κοινοποίηση της απάντησης της Διοίκησης στον ενδιαφερόμενο γίνει μετά την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο αυτός έχει ήδη απολέσει την προθεσμία προσβολής κυρωτικής πράξης, δεν παρεκτείνεται η προθεσμία και επομένως δεν έχει πλέον το δικαίωμα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης.

Περαιτέρω κρίθηκε ότι κατά τη διαδικασία των αντιρρήσεων δεν εξετάζονται θέματα ιδιοκτησίας παρά μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την απόδειξη του εννόμου συμφέροντος, ούτε θίγονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Δημοσίου ή ιδιωτών. Επομένως, η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που προσκόμισαν οι αιτούσες προκειμένου να αποδείξουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επί των ένδικων εκτάσεων, δεν αποτελούσε νόμιμο στοιχείο κρίσης της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων και νομίμως δεν ελήφθη υπόψη από την εν λόγω Επιτροπή.

Εξάλλου, όπως έχει ήδη κριθεί, ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με τις συνέπειες που επάγεται κατά το Σύνταγμα και το νόμο, είναι θέμα διοικητικής φύσης, η επίλυση του οποίου απόκειται, κατά το Σύνταγμα, στη Διοίκηση και σε περίπτωση αμφισβήτησης στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια . Επομένως, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που επιλύουν αμφισβητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου μόνον την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων σε τέτοιες εκτάσεις και δεν ασκούν επιρροή στο χαρακτήρα τους ως δασικών ή μη.

Τέλος, η κρίση περί του δασικού χαρακτήρα μιας έκτασης εκφέρεται με βάση κριτήρια που είναι αντικειμενικά και δεν συνάπτονται με την υποκειμενική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου. Συνεπώς, δεν απαιτείται ακρόαση του θιγόμενου πριν από την έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης και δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.